ὑποεπιμερής
English (LSJ)
ές,
A = ὑπεπιμερής, λόγοι Ph.2.183 cod. M, cf. Iamb. in Nic.p.37 P.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποεπιμερής: -ές, καὶ ὑποεπιμόριος, ον, ὁ κατὰ ἀκέραιον καὶ κλάσμα ἐλάσσων, Ἰάμβλιχ. εἰς Νικόμ. Ἀριθμ. 30D.
Greek Monolingual
-ές, Α
βλ. ὑπεπιμερής.