ἐλάσσων

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάσσων Medium diacritics: ἐλάσσων Low diacritics: ελάσσων Capitals: ΕΛΑΣΣΩΝ
Transliteration A: elássōn Transliteration B: elassōn Transliteration C: elasson Beta Code: e)la/sswn

English (LSJ)

Att. ἐλάττων, ἔλασσον, gen. ἐλάσσονος: Sup. ἐλάχιστος (q.v.): —
A smaller, less, formed from ἐλαχύς (q.v.), but serving as Comp. to μικρός, δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον Il.10.357; τοὔλασσον ἔχειν to have the worse, be worse off, πάντῃ Thgn.269; οὐδὲν ἔλασσον ἔχειν τῇ μάχῃ Hdt.9.102; ἔ. ἔχειν παρά τινι D.21.187; ἐλάττων γίγνεσθαι Ar.Eq. 441, D.3.29; οὐκ ἐλάσσονα πάσχειν A.Pers.813; ἐλάττω νομίσας τὴν ἀρχὴν ἢ κατὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν εἶναι too small for... Isoc.11.11: abs., too small, Thphr. Char.23.9; below the average in height, PLips.1.9, etc.
2 c. gen. pers., worse than, inferior to, Ar.V.599, etc.: but c. gen. rei, giving way to, subservient to, σιτίων X.Lac.5.8; πάθους Plu.Cor.34: abs., worse, inferior, τόποι Gp.2.48.1.
3 neut. with Preps., περὶ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι to consider of less account, Hdt.6.6; ἐν ἐλάττονι θέσθαι Plb.4.6.12; παρ' ἔλαττον τοῦ δέοντος ἡγεῖσθαι Pl.R. 546d; ἐπ' ἔλαττον (sc. ἁρμοσθῆναι) Id.Phd.93b; δι' ἐλάσσονος = at less distance, Th.7.4; πάντ' ἐν ἐλάττονι ποιεῖσθαι τῆς ἡδονῆς Heraclid.Pont. ap.Ath.12.537c.
II of Number, fewer, οἱ ἐλάσσονες the minority, Hdt.3.121; ἐλάσσονες ἀριθμόν Id.8.66; ἔ. πλῆθος Th.1.49.
III of time, shorter, Pl.Plt. 295c, etc.
IV of worth or rank, οἱ ἐλάσσονες the meaner sort, Isoc.2.13, Alex.116.12.
V neut. ἔλασσον, as adverb, ἔ. ἢ μηδέν A.Pr.938, cf. S.El.598, Pl.R. 564d, etc.; ἔλασσον ἄπωθεν = less far off, Th.4.67; πλείω ἔλαττον, with numbers, more or less, PLips.28.10 (iv A.D.), etc.: neut. pl., as adverb, = ἐλαττονάκις, Pl.Cri.53a, al.: regul. Adv. ἐλασσόνως (q.v.).
VI with indecl. Numerals, the of Comparison is often omitted, οὐκ ἐλάττους ὀγδοήκοντα D.S.14.8; especially in Adv. ἔλασσον, as μὴ ἔ. δέκα ἔτη Pl.Lg.856d,al. (Orig. ἐλάχγων, cf. ἐλάχιστος, ἐλαχύς.)

Spanish (DGE)

ἐλάττων v. ἐλαχύς.

German (Pape)

[Seite 789] att. ἐλάττων, ον, gen. ονος, compar. zu ἐλαχύς, w. m. s., geringer, kleiner, Gegensatz von μείζων, Soph. Tr. 323; Plat. Phaed. 70 e u. sonst; von πλέον, Eur. Phoen. 510; Plat. Phil. 24 c; von οἱ πολλοί, Rep. IX, 431 d; οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι Aesch. Pers. 799; folgde Dichter u. in Prosa. Von der Zeit, kürzer, βίος Plat. Tim. 75 d. – Bes. ἔλασσον ἔχειν, den Kürzeren ziehen, τῇ μάχῃ Her. 9, 102; ἐν ἱππομαχίᾳ Thuc. 2, 22; im Prozess, Dem. 18, 124; δίκαιος ἀδίκου ἔλ. ἔχει Plat. Rep. I, 343 d; ἔλαττον ὑπὸ τῶν προσηκόντων ἔχοντες, beeinträchtigt von, Lys. 32, 1; Sp., die auch χρημάτων, ἡδονῆς ἐλάττων, dem Gelde, der Luft fröhnend, verbinden, wie Xen. Lac. 5, 8 σιτίων ἐλ. Übh. nachstehend, οὐδενὸς ἐλάττων Ar. Vesp. 1270; von Sachen, οὐδενὸς ἔλαττον ἁμάρτημα Isocr. 12, 89, wie D. Hal. 1, 16 οὐδενὸς ἔλ. ἄγος θέμενοι; Sp. – Von der Zahl, weniger, Her. 3, 121; οὐκ ἐλάττους τετρακοσίων Xen. Hell. 4, 2, 16; μὴ ἔλαττον ἢ μυρίους Κυζικηνοὺς αἰτεῖν An. 5, 10, 5; häufig ohne ἤ, οὐκ ἐλάττους ὀγδοήκοντα D. Sic. 14, 8; – περὶ ἐλάττονος ποιεῖσθαί τινος, geringer achten als Etwas, Her. 6, 6; Lys. 1, 26; Isocr. 18, 63; ἐν ἐλάττονι ποιεῖσθαι, θέσθαι, Ath. XII, 537 c; Pol. 4, 6, 12; – ἔλασσον, adverbial, weniger, Soph. El. 588; πλέον ἢ ἔλασσόν τινος μετέχειν Plat. Phaed. 93 d; ἔλασσον ἄπωθεν, d. i. näher, Thuc. 4, 67; μὴ ἔλαττον δέκα ἔτη γεγονότες Plat. Legg. IX, 856 d; ἑλόμενος μὴ ἔλαττον ἑκατὸν ἀνδρῶν, nicht weniger als hundert, VI, 754 c.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
Cp. de ἐλαχύς, et aussi, pour le sens, de ὀλίγος;
I. adj. 1 plus petit, moindre, inférieur en longueur;
2 inférieur en qualité : ἐλάσσων τινί inférieur en qch ; οὐδενὸς ἐλάττων, qui n'est inférieur ou ne le cède à personne ; ἐλάττους τῶν χρημάτων, σιτίων XÉN esclaves de l'argent, de la bonne chère ; δι' ἐλάσσονος THC à une moindre distance ; περὶ ἐλάττονος ποιεῖσθαι HDT, παρ' ἔλαττον ἡγεῖσθαι PLAT estimer moins;
3 inférieur en nombre, moins nombreux, surt. au plur.
II. adv. neutre • ἔλασσον, moins ; πλέον ἢ ἔλαττόν τινος μετέχειν PLAT participer plus ou moins à une chose ; ἔλασσον ἄπωθεν THC moins loin ; τινος ἔλαττον ἔχειν PLAT être inférieur à qqn ; τινι en qch ; ἐν ἱππομαχίᾳ THC dans un combat de cavalerie ; ἔλαττον ἔχειν, être vaincu, échouer (dans un procès) ; plur. neutre adv. • ἐλάττω PLAT m. sign.
Étymologie: pour *ἐλάχ-jων, Cp. de ἐλαχύς ; v. ἐλάχιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάσσων: ἔλασσον, атт. ἐλάττων, ἔλαττον, gen. ονος [compar. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος (superl. ἐλάχιστος)
1 (тж. ἐ. τὸ μέγεθος Arst.) меньший (ἐξ ἐλάττονος ὄντος μεῖζον γίγνεται Plat.; γῆς ὄγκος ἐ. ἄστρων ἐνίων Arst.): οὐκ ἐλάττους τετρακοσίων Her. числом не менее четырехсот; δι᾽ ἐλάσσονος Thuc. на меньшем расстоянии; ἐλάχιστοι τὸν ἀριθμόν Arst. наименее многочисленные; οὐδενὸς ἔλαττον ἁμάρτημα Isocr. величайшее преступление;
2 низший, более слабый, тж. худший, уступающий (τινί Dem.): περὶ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι Her. и παρ᾽ ἔλαττον ἡγεῖσθαι Plat. невысоко ставить (или ценить), относиться с пренебрежением; οὐδενὸς ἐ. Arph. никому не уступающий; ἐν ἐλάττονι τίθεσθαι Polyb. быть в пренебрежении; ἐ. τοῦ φθονεῖσθαι Plut. не стоящий зависти; ἐλάττους τῶν σιτίων γίγνεσθαι Xen. становиться чревоугодниками - см. тж. ἔλασσον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάσσων: Ἀττ. ἐλάττων, οὐδ. ἔλασσον, Ἀττ. ἔλαττον, γεν., -ονος˙ (ὑπερθ. ἐλάχιστος, ὃ ἴδε): - μικρότερος, ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐλαχὺς (ὃ ἴδε), καὶ χρησιμεύει ὡς συγκριτ. τοῦ μικρός, ἀντίθετ. τῷ μείζων˙ - ἀλλ’ ὅτε δὴ ῥ’ ἄπεσαν δουρηνεκές, ἢ καὶ ἔλασσον, «ἀλλ’ ὁπηνίκα δὴ ἀπῆσαν ὅσον βολὴ δόρατος ἢ καὶ ἔλαττον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Κ. 357˙ ἔλασσον ἔχειν, εὑρίσκεσθαι ἐν ἥττονι μοίρᾳ, πενίῃ… πάντῃ γὰρ τοὔλασσον ἔχει Θέογν. 269 Bgk., Ἡρόδ. 9. 102, Δημ. 575. 14˙ οὕτως, ἐλάττω γίγνεσθαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 441, Δημ. 86. 23˙ οὐκ ἐλάσσονα πάσχειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 813˙ ἐλάττω νομίσας τὴν ἀρχὴν ἢ κατὰ τὴν αὐτοῦ φύσιν εἶναι, παρὰ πολὺ μικρὰ διὰ … Ἰσοκρ. 223D˙ πρβλ. ἐλασσόνως. 2) μετὰ γεν. προσ., κατώτερός τινος, Θουκ. κλ.˙ ἀλλὰ μετὰ γεν. πράγματος ὡς τὸ ἥσσων, ὁ ὢν δοῦλος εἴς τι, χρημάτων, σιτίων Ξεν. Λακ. 5. 8. 3) κατ’ οὐδ. μετὰ προθ. περὶ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι, θεωρεῖν τι μικροτέρας σημασίας, Ἡρόδ. 6. 6˙ ἐν ἐλάττονι τίθεσθαι Πολύβ. 4, 6, 12˙ παρ’ ἔλαττον ἡγεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 546D· ἐπ’ ἔλαττον εἶναι ὁ αὐτ. Φαίδων 93B·Ϗ δι’ ἐλάττονος, δηλ. διαστήματος, διὰ μικροτέρας ἀποστάσεως, Θουκ. 7. 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλιγώτερος, οἱ ἐλάσσονες, οἱ ὀλιγώτεροι, Ἡρόδ. 3. 121˙ ἐλάσσονες ἀριθμὸν ὁ αὐτ. 8. 66˙ ἐλ. πλῆθος Θουκ. 1. 49. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐλάττω χρόνον, ὀλιγώτερον, Πλάτ. Πολ. 295C κτλ. IV. ἐπὶ ἀξίας ἢ τάξεως, οἱ ἐλάσσονες, οἱ κατώτεροι, Ἰσοκρ. 17C, Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 1. 12. V. οὐδέτ. ἔλασσον, ὡς ἐπίρρ., ἔλ. ἢ μηδὲν Αἰσχύλ. Πρ. 938. πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 598, Πλάτ. Πολ. 564D, κτλ.˙ ἔλ. ἄποθεν, ὀλιγώτερον μακράν, Θουκ. 4. 67 (ἴδε κατωτ. 3)˙ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., = ἐλαττονάκις, Πλάτ. Κρίτων 53Α˙ ἀλλ’ ὁμαλὸν ἐπίρρ., ἐλασσόνως ἢ κατ’ ἀξίαν Ἀντιφῶν 128. 37. VI. μετ’ ἀκλίτων ἀριθμητ. τὸ συγκριτικὸν ἢ παραλείπεται, οὐκ ἐλάττους ὀγδοήκοντα Διόδ. 14. 8˙ ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. ἔλασσον, ὡς ἔλ. δέκα ἔτη (ὡς ἐν τῇ Λατιν. plus decem annos). Πλάτ. Νόμ. 856D, κ. ἀλλ. - Πρβλ. ἐλάχιστος. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος πρέπει νὰ ἦτο ἐλαχίων ἢ yων. ἴδε κρείσσων).

English (Autenrieth)

(ἐλαχύς), irreg. comp. of μῖκρός: only neut. ἔλασσον, less, Il. 10.357†.

English (Strong)

or elatton comparative of the same as ἐλάχιστος; smaller (in size, quantity, age or quality): less, under, worse, younger.

English (Thayer)

(in John and Romans) or ἐλαττῶν (in Hebrews, 1Timothy; cf. Buttmann, 7), ἐλασσον (comparitive of the epic adjective ἐλαχύς equivalent to μικρός) (from Homer down), lesseither in age (younger), worse (opposed to καλός), ἔλαττον, adverbially, less (namely, than etc., A. V. under; cf. Winer's Grammar, 239 (225); 595f, (554); Buttmann, 127f (112)): 1 Timothy 5:9.

Greek Monolingual

και ελάττων -ον (AM ἐλάσσων και ἐλάττων, -ον)
1. μικρότερος, λιγότερος
2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο
3. χαμηλότερος, κατώτερος ως προς το ποσό ή τον αριθμό
4. (για χρόνο) βραχύτερος, συντομότερος
5. κατώτερος ως προς την αξία ή τη φήμη σχετικά με κάποιον άλλο
νεοελλ.
1. φρ. «ο ελάσσων όρος» (σε συλλογισμό)
αυτός που χρησιμεύει ως υποκείμενο του συμπεράσματος
2. φρ. «ελάσσων πρόταση» — η πρόταση που περιέχει ελάσσονα όρο
(αρχ))
1. το αρσ. ως ουσ. «οἱ ἐλάσσονες» — οι κοινωνικά κατώτεροι, η λαϊκή τάξη
2. φρ. α) «τίθεμαι, ἡγοῦμαι, ποιοῦμαι περὶ ἐλάσσονος» — θεωρώ κατώτερο, μικρότερης σημασίας ή αξίας
β) «ἐλάσσων γίγνομαι τῶν σιτίων» — παίρνω μικρότερη ποσότητα από την κανονική
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἔλασσον
λιγότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττικός τύπος ελάττων < ελαχύς + επίθημα -jων (πρβλ. κρείττων). Ο τ. ελάσσων, με συρριστικοποίηση τών δύο -τ-. Το μακρό -- του τύπου είναι υστερογενές].

Greek Monotonic

ἐλάσσων: Αττ. -ττων, -ον, γεν. -ονος·
I. 1. μικρότερος, λιγότερος, σχημ. από το ἐλαχύς (με υπερθ. ἐλάχιστος, βλ. αυτ.), αλλά χρησιμεύει ως συγκρ. του μικρός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔλασσον ἔχειν, είμαι σε χειρότερη μοίρα, τινί, σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως και, ἐλάττω γίγνεσθαι, σε Αριστοφ.
2. με γεν. προσ., χειρότερος, κατώτερος, υποδεέστερος, σε Θουκ. κ.λπ.· αλλά με γεν. πράγμ., όπως το ἥσσων, αυτός που είναι υποταγμένος σε κάτι, σε Ξεν.
3. ουδ. με προθ., περὶ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι, θεωρώ κάτι μικρότερης σημασίας, σε Ηρόδ.· παρ' ἔλαττον ἡγεῖσθαι, σε Πλάτ.· δι' ἐλάττονος, σε μικρότερη απόσταση, από Θουκ.
II. λέγεται για αριθμό, λιγότεροι στον αριθμό, οἱ ἐλάσσονες, αυτοί που μειονεκτούν σε αριθμό, σε Ηρόδ., Θουκ.
III. ουδ. ἔλασσον ως επίρρ., λιγότερο, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

I. smaller, less, formed from ἐλαχύς (with Sup. ἐλάχιστος, q.v.), but serving as comp. to μικρός, Il.: ἔλασσον ἔχειν to have the worse, be worse off, τινί in a thing, Hdt., Dem.; so, ἐλάττω γίγνεσθαι Ar.
2. c. gen. pers. worse than, inferior to, Thuc., etc.; but c. gen. rei, like ἥσσων, subservient to, Xen.
3. in neut. with Preps., περὶ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι to consider of less account, Hdt.; παρ' ἔλαττον ἡγεῖσθαι Plat.; δι' ἐλάττονος at less distance, Thuc.
II. of Number, fewer, οἱ ἐλάσσονες the smaller number, Hdt., Thuc.
III. neut. ἔλασσον, as adv. less, Aesch., etc.

Chinese

原文音譯:™l£sswn 誒拉算
詞類次數:動詞(4)
原文字根:次等的
字義溯源:較小的,較次的,較少的,較幼的,次的,小的,少的,低下;源自(ἐλάχιστος)=最小的);而 (ἐλάχιστος)出自(ἐλάχιστος)X*=短)
出現次數:總共(4);約(1);羅(1);提前(1);來(1)
譯字彙編
1) 較小的(1) 來7:7;
2) 少於(1) 提前5:9;
3) 小的(1) 羅9:12;
4) 次的(1) 約2:10

English (Woodhouse)

less, the weaker party

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

minor, inferior, smaller, lower, 1.8.3, 1.11.1, 1.11.2, 1.40.6. 1.49.6, 2.11.4, 2.13.4. 2.13.5. 2.9.1. 2.49.5, 2.65.2, 2.94.1, 2.97.3. 3.39.3, 3.112.1. 4.120.2. 6.31.2. 7.15.1, 7.22.1. 7.23.1. 7.28.3, [vulgo commonly ἐλάσσονα, cf. Popp. adn. compare Poppo's note] 7.71.7, [Vat. Vatican manuscript ξυμφορῶν] 7.85.4. 8.87.5, 8.109.1,
levior, minoris momenti, slighter, of less consequence, 1.42.3, 3.40.3, 3.45.1, 3.56.5, 4.66.3, 6.36.4, 7.28.3,
pauciores, fewer, 1.54.2, 1.63.3, 2.31.2, 2.31.22.89.7, 3.17.3. 3.68.2. 3.75.5. 3.87.3. 4.29.4, 4.30.3. 4.32.2. 4.32.3, 4.44.6. 4.56.1. 4.101.2, 4.126.2, 6.25.2, 7.34.1. 7.72.3. 7.75.5. 7.87.4. 8.25.3. 8.39.2, 8.42.2. 8.48.6. 8.53.2. 8.76.3, 8.87.5. 8.104.5. 8.105.2.
minus, less, 2.98.3, 3.45.6, 3.87.2, 4.67.2, 4.72.2, 6.1.2, 6.25.2, 6.67.2, 6.95.1, [vulgo commonly ἔλαττον, cf. Popp. Prol. compare Poppo's Preface 1 p. page 210] 6.97.3, 7.63.3, 8.6.4, 8.86.4,
minor numerus, smaller number, 4.86.4,
brevius, rather briefly, 7.36.2,
minori intervalle, at a shorter interval, 3.51.2, 6.75.1. 7.4.4.
superari, victum discedere, to be defeated and withdraw, 2.22.2, 3.5.2. 4.25.6. 7.5.4. 7.36.3. 8.61.3.
minus alicui tribuere, to assign less to someone, 6.88.1, [vulgo commonly δοκῶσιν εἶναι].