γλωσσίδιον

Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

Att. γλωττ-, τό, Dim. of γλῶσσα, Zen.5.65 (pl.).    II Dim. of γλωττίς 11, Porph.in Harm.p.273.

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσίδιον: ἀττ. γλωττ-, τό, ὑποκορ. τοῦ γλῶσσα, Παροιμιογρ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ γλωττὶς ΙΙ, Πορφ. ἐν Πτολ. Μουσ. 273.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 lengüeta de un instrumento musical μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν γλωσσιδίων τῶν ἐν τοῖς αὐλοῖς Zen.5.65, εἰς τοὺς αὐλοὺς ἅμα διὰ τῶν ἐν αὐτοῖς γλωσσιδίων κατελάμβανον Porph.in Harm.119.17.
2 lengüecilla a modo de trompa que tendrían los fetos en el seno materno para captar el alimento, Phlp.in GA 119.11.