γλωσσίδιον
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
Att. γλωττίδιον, τό, Dim. of γλῶσσα, Zen.5.65 (pl.).
II Dim. of γλωττίς ΙΙ, Porph.in Harm.p.273.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 lengüeta de un instrumento musical μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν γλωσσιδίων τῶν ἐν τοῖς αὐλοῖς Zen.5.65, εἰς τοὺς αὐλοὺς ἅμα διὰ τῶν ἐν αὐτοῖς γλωσσιδίων κατελάμβανον Porph.in Harm.119.17.
2 lengüecilla a modo de trompa que tendrían los fetos en el seno materno para captar el alimento, Phlp.in GA 119.11.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσίδιον: ἀττ. γλωττ-, τό, ὑποκορ. τοῦ γλῶσσα, Παροιμιογρ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ γλωττὶς ΙΙ, Πορφ. ἐν Πτολ. Μουσ. 273.
German (Pape)
τό, = γλωσσάριον, Sp.