βοτανίζω

Revision as of 15:04, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A root up weeds, Thphr.CP3.20.9, PLond.1.131rii 42 (i A. D.), GP.3.3.13:— Pass., ib.2.24.3.

German (Pape)

[Seite 455] Unkraut ausjäten, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βοτᾰνίζω: μέλλ. –ίσω, ἐκριζώνω ἄγρια χόρτα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 20, 9.

Spanish (DGE)

agr. escardar σκάλλειν καὶ βοτανίζειν Thphr.CP 3.20.9, cf. PCair.Zen.635.9, 701.32 (ambos III a.C.), SB 9699.2.43 (I d.C.), ὅταν δὲ ἀποσταχύῃ τὰ σπαρέντα, βοτανίσαι αὐτά Gp.3.3.13, cf. en v. pas. 2.24.3.

Greek Monolingual

(AM βοτανίζω) βοτάνη
ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από καλλιεργημένο χώρο.