ξεριζώνω
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
Greek Monolingual
1. τραβώ και βγάζω βίαια ένα φυτό από το χώμα μαζί με τις ρίζες του
2. μτφ. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω, ξεκληρίζω
3. μτφ. διώχνω βίαια και οριστικά ανθρώπους από τον τόπο της κατοικίας τους, από την πατρίδα τους, εκπατρίζω («οι Τούρκοι ξερίζωσαν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-ριζώνω (αόρ. ἐξ-ερίζωσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].