Κυριακή

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208

Greek Monolingual

η (Μ Κυριακή)
η πρώτη ημέρα της εβδομάδας αφιερωμένη στον Χριστό, στον Κύριο
νεοελλ.
παροιμ. α) «της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας θλίψη» — λέγεται για πράγματα εφήμερης διάρκειας
β) «Κυριακή κοντή γιορτή» — επίκειται η κρίσιμη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κυριακή (ενν. ημέρα), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Κυριακός].