γιορτή

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

η
η εορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο - (πρβλ. γιορταστής -εορταστής, γιορτάζω -εορτάζω)].