μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
τοτο άπαν, το σύνολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].