άπαντο

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

Greek Monolingual

το
το άπαν, το σύνολο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].