ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἀγγοθήκη, η (Α)θήκη, υποδοχή για αγγεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγος (= ἀγγεῖο) + θήκη.