αγγειόσπερμα

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

τα (Βοτ)
οικογένεια φανερόγαμων φυτών που τα σπέρματά τους είναι κλεισμένα σε αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < angiospermae, νεολατιν. επιστημονικός όρος < ελλ. αγγείο + σπέρμα.