επιστημονικός

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστημονικός, -ή, -όν) επιστήμων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις»)
αρχ.
ο ικανός να κατέχει την επιστήμη, να μαθαίνει καλά κάτι («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», Αριστοτ.).