πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
ο (Α ἀγύναικος)1. αυτός που δεν έχει γυναίκα, σύζυγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + γυναίκα].