αγύναικος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

ο (Α ἀγύναικος)
1. αυτός που δεν έχει γυναίκα, σύζυγο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γυναίκα].