Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
ἀγχινεφής, -ές (AM)
αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + νέφος.