Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
οο τεχνίτης που κατεργάζεται διαμάντια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + -εργὸς < έργον.ΠΑΡ. αδαμαντουργία].