ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
η (AM ἀθῴωσις)απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση της αθωότητάς του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀθῳῶ (-όω), νεοελλ. αθωώνω].