Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
αἰγίβοτος, -ον (Α) (για τόπους) αυτός στον οποίο βόσκουν κατσίκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι- (αἴξ) + -βοτος < βόσκω.