αιγίβοτος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

αἰγίβοτος, -ον (Α) (για τόπους) αυτός στον οποίο βόσκουν κατσίκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰγι- (αἴξ) + -βοτος < βόσκω.