τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
αἰολόδωρος, -ον (Α)αυτός που χαρίζει ποικίλα δώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + -δωρος < δῶρον.