αιολόδωρος

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

αἰολόδωρος, -ον (Α)
αυτός που χαρίζει ποικίλα δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -δωρος < δῶρον.