ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
αἰολόνωτος, -ον (Α)αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά νώτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + νῶτον.