αιολόμορφος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
αἰολόμορφος, -ον (Α)
ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + -μόρφος < μορφή.