ποικιλόσχημος

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ή εμφανίζει ποικίλα σχήματα ή ποικίλες μορφές.
επίρρ...
ποικιλοσχήμως Ν
με ποικιλόσχημο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -σχημος (< σχήμα) πρβλ. μεγαλό-σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στον Χ. Μεγδάνη].