ποικιλόσχημος

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ή εμφανίζει ποικίλα σχήματα ή ποικίλες μορφές.
επίρρ...
ποικιλοσχήμως Ν
με ποικιλόσχημο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -σχημος (< σχήμα) πρβλ. μεγαλό-σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στον Χ. Μεγδάνη].