ακρονιφής
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
ἀκρονιφής (-οῡς), ές (Α)
αυτός που έχει χιόνια στην κορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»].