Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
ἀκόλυμβος, -ον (Α)αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κολυμβῶ].