ακτινολαμπής
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
-ές
ο ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + -λαμπής < λάμπω.
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
-ές
ο ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + -λαμπής < λάμπω.