ακτινοβόλος

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, -ον)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτὶς (-ίνα) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκτινοβολία.