δυσέργαστος

Revision as of 19:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A difficult to construct, χώματα J.BJ5.9.2.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu thun, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέργαστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 de cualidades de difícil elaboración, que tarda en hacerse ἡ ψυχρότης καὶ τὸ πλῆθος δυσέργαστον en los frutos, Thphr.CP 1.17.7
de cosa difícil de construir c. dat. de pers. τὰ χώματα τοῖς Ῥωμαίοις ἐποίουν δυσέργαστα I.BI 5.360.
2 de pers. reacio al trabajo, mal dispuesto a trabajar Cyr.Al.M.71.1052A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσέργαστος, -ον)
αυτός που δύσκολα δέχεται επεξεργασία («δυσέργαστον ξύλον»)
αρχ.
ενεργ. αυτός που δύσκολα εργάζεται, ο τεμπέλης.