δύσοικος
English (LSJ)
ον, A gloss on ἄοικος, Sch.S. Ph.534.
German (Pape)
[Seite 685] schlecht zum Wohnen, Schol. Soph. Phil. 551.
Greek (Liddell-Scott)
δύσοικος: -ον, = δυσοίκητος, Σχόλ. Σοφ. Φ. 551.
Spanish (DGE)
-ον
inhabitable, inhóspitoglosa a ἄοικος Sch.S.Ph.534P.
Greek Monolingual
δύσοικος, -ον (Α)
ο δυσοίκητος.