καταπενθέω

Revision as of 23:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A bewail, AP7.618, LXXEx.33.4.

German (Pape)

[Seite 1369] betrauern, beklagen, Ep. ad. 510 (VII, 618); LXX.

Greek (Liddell-Scott)

καταπενθέω: λίαν πενθῶ, εἶμαι βυθισμένος εἰς τὸ πένθος, θρηνῶ διά τινα, ἄνδρα ἀποφθίμενον κ. πάτρα Ἀνθ. Π. 7. 618, Ἑβδ. (Ἔξοδ. 33, 4).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pleurer sur, déplorer, acc..
Étymologie: κατά, πενθέω.

Greek Monotonic

καταπενθέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ, μοιρολογώ, κλαίω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταπενθέω: оплакивать (ἄνδρα σοφὸν ἀποφθίμενον Anth.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to mourn for, bewail, Anth.