κατευθυντηρία

Revision as of 08:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A carpenter's line, Sch.Il.15.410, EM740.42.

German (Pape)

[Seite 1398] ἡ, die Richtschnur, Schol. Il. 15, 410, Erkl. von στάθμη. Fem. von κατευθυντήριος, richtend, E. M. 740, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κατευθυντηρία: ἡ, στάθμη, τεκτονικὸν ἐργαλεῖον, ᾧ κανονίζεται τὰ ξύλα (στάφνη), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 410, Ἐτυμολ. Μέγ. 740. 42.