στάθμη
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
English (LSJ)
ἡ,
A carpenter's line or carpenter's rule, ξέσσε δ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Od.5.245, cf.23.197; [πελέκεας] ἐπὶ σ. ἴθ. 21.121; also στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Il.15.410; τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος.. ἰθύτερον Thgn.805; ἐπὶ σ. θεῖναι μίαν on a level, Arist.PA657a10: prop. στάθμη was the line rubbed with chalk or red ochre, being distinguished from the rule (κανών) by Pl.Phlb. 56c, X.Ages.10.2; κανόσι καὶ στάθμαις Plu.2.807d, etc.; λευκὴ στάθμη, v. λευκός II.1a: metaph., ἀτεχνῶς λευκὴ σ. εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς a white measuring-line, i.e. unable to discriminate, Pl.Chrm.154b, cf. Plu.2.513f.
2 παρὰ στάθμην by the rule, εἶμι παρὰ σ. ὀρθὴν ὁδόν Thgn.945, cf. 543; τέκτονος παρὰ σ. ἰόντος S.Fr.474; for A.Ag.1045 v. παρά c. 11.2; κατὰ στάθμην ἵστασθαι, c. gen., in a straight line with, Democr. ap. Plu.2.929c; κατὰ σ. ἐνόησας you guessed aright, Theoc.25.194; ὡς ἂν ἀπὸ στάθμης D.H.Comp.23; στάθμῃ Aret.SD2.11; πρὸς στάθμῃ πέτρον τίθεσθαι, μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην, i.e. when facts are obstinate, do not relax your standard, Com.(?) ap.Plu.2.75f(cf. Bergk PLG3.740); στάθμα πατρῴα perhaps the measure [of piety] towards his father, Pi.P.6.45; στάθμας ἑλκόμενοι περισσᾶς perhaps straining at an over-exact measure, ib.2.90.
3 verification, certification, τὰς σ. τῶν μέτρων ἀπὸ τοῦ βελτίστου ποιεῖσθαι prob. in PTeb.5.88 (ii B.C.).
II plummet or plumbline, μολιβαχθής AP6.103 (Phil.); ῥιπτεῖσθαι ἄνω κατὰ στάθμην to be thrown perpendicularly upwards, Arist.Cael.296b24.
III like γραμμή, the line which bounds the racecourse, goal, δραμεῖν ποτὶ στάθμαν, metaph. of man's life, Pi.N.6.7; παρ' οἵαν ἤλθομεν σ. βίου E.Ion1514.
2 starting point, 'scratch', στάθμης ὁρμηθέντες ἀπόσσυτοι Opp.H.4.102, cf. Eust.1023.5.
IV metaph., law, rule, ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Pi.Fr.1.4; Υλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, i.e. according to laws of Dorian rule, Id.P.1.62.
V δοράτων στάθμαι butt-ends, like σαυρωτῆρες, D.S.17.35, cf. PCair.Zen. 782 (a).49 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 927] (ἵστημι), ἡ, Richtscheit, Richtschnur der Zimmerleute u. Maurer, bes. um Bauholz nach graden Linien zu behauen, ὥςτε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι, Il. 15, 410, u. öfters ἐπὶ στάθμην ἴθυνε, z. B. 5, 245, bei welchen Stellen man sowohl an die Setzwage, eine wagerechte Fläche zu bestimmen, denken kann, als an die mit Kreide od. Röthel bestrichene Schnur. mit der die Zimmerleute eine grade Linie vorzeichnen; Xen. Ages. 10, 2 sagt καλὸν εὕρημα ἀνθρώποις στάθμη καὶ κανὼν πρὸς τὰ ἀγαθὰ ἐργάζεσθαι; πρὸς στάθμῃ πέτραν τίθεσθαι, Plut. de prof virt. sent. p. 242. – Dah. die grade Linie, grade Richtung. u. sprichwörtl. παρὰ στάθμην, nach der Schnur, genau, nach strengem Recht, Theogn. 534. 939, wie Soph. frg. 421 τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος; vgl. auch Eur. παρ' οἵαν ἤλθ ομεν στάθμην βίου, Ion 1514; αὐτὸς κατὰ στάθμην ἐνόησας, du hast es errathen, Theocr. 25, 94; auch ἐπί, κατά, πρὸς στάθμην; vgl. πατρῴαν πρὸς στάθμαν ἐβα, Pind. P. 6, 45; von Gesetzen, Υλλίδος στάθμας ἐν νόμοις 1, 62, u. στάθμας περισσᾶς ἑλκόμενος 2, 90, wie wir sagen »einen großen Maaßstab anlegen«, vgl. Dissen zur Stelle; auch die Gränze, das Ziel, οἵαν τινὰ ποτὶ στάθμαν, N. 6, 7, vgl. Dissen. Aber Aesch. Ag. 1015 ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ παρὰ στάθμην ist = über Gebühr, wider Recht u. Billigkeit. – Λευκὴ στάθμη, eine nicht bestrichene Schnur, die keinen Strich bezeichnet, dah. τοῖς μὲν λόγοις τοῖς σοῖσιν οὐ τεκμαίρομαι, οὐ μᾶλλον ἢ λευκῷ λίθῳ λευκὴ στάθμ η, Soph. frg. 307; u. λευκὴ στ. sprichwörtlich von einem Menschen, der sich für Nichts bestimmt entscheidet, keinen eigenen Willen zeigt, ἀτεχνῶς λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς, Plat. Charm. 154 b. – Das Senkblei, u. bes. das Blei an der Setzwage, VLL. – Auch der Strick, mit welchem bei den Volksversammlungen der Raum umgränzt u. im Theater die Plätze abgetheilt waren; dah. übh. Abgränzung, Gränze. – Δοράτων στάθμαι, das untere Ende, D. Sic. 17, 35.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 règle ou cordeau dont se servent les ouvriers ; but : παρὰ στάθμην contre la règle, contre la bienséance;
2 plomb à niveau ; κατὰ στάθμην ἵστασθαι PLUT poser d'aplomb, dans la direction du fil à plomb.
Étymologie: ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάθμη -ης, ἡ, Dor. στάθμα [~ ἵστημι] richtlijn
Russian (Dvoretsky)
στάθμη: дор. στάθμᾱ ἡ
1 плотничий шнурок (намазывавшийся преимущ. суриком для обозначения прямых линий) Xen., Plat.: ἐπὶ στάθμην Hom., Arst. (точно) по шнурку; λευκὴ σ. Soph. белый (не оставляющий следов) шнурок, перен. Plat. неуч, профан; παρὰ στάθμην Soph. по шнурку, прямолинейно, перен. Aesch. сурово; πρὸς στάθμῃ πέτρον τίθεσθαι, μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην погов. ap. Plut. прикладывать (нужно) камень к шнурку, а не шнурок к камню; κατὰ στάθμην Plut. прямо, ровно, перен. Theocr. точно, правильно; πατρῴαν πρὸς στάθμαν Pind. по отцовскому образцу;
2 отвес: κατὰ στάθμην φέρεσθαι Arst. падать отвесно вниз;
3 правило, норма, установление: Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις Pind. согласно законам, установленным Гиллом, т. е. по дорическим установлениям;
4 нижний конец, низ (αἱ στάθμαι τῶν δοράτων Diod.);
5 цель, жребий, удел (σ. βίου Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
στάθμη: ἡ, (ἴδε σταθερὸς ἐν τέλ.)· ― τὸ σχοινίον τοῦ τέκτονος ἢ κανών, μὲ τὸ ὁποῖον μετροῦν ἢ σημαδεύουν οἱ κτίσται καὶ ξυλουργοί, «στάφνη», Λατ. amussis, ξέσσε δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Ὀδ. Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341, Φ. 44, Ψ. 197· οὕτω, τάφρον ἐπὶ στ. ἰθ. Φ. 121· ὡσαύτως, στάθμη δόρυ νήιον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος ... εὐθύτερον Θέογν. 805· ἐπὶ στ. θεῖναι μίαν, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἐπιπέδου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 20· ― κυρίως στάθμη ἦτο σχοινίον λεπτὸν ἐπαληλιμμένον διὰ κιμωλίας γῆς ἢ ἐρυθρᾶς ὤχρας, Λατιν. linea rubricatα, πρὸς σημείωσιν εὐθείας γραμμῆς χρησιμεῦον, καὶ ῥητῶς διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κανόνος παρὰ Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 56Β, Ξεν. Ἀγησ. 10, 2, Πλούτ., κλπ.· ἐντεῦθεν παροιμιωδῶς, τοῖς μὲν λόγοις τοῖς σοῖσιν οὐ τεκμαίρομαι, οὐ μᾶλλον ἢ λευκῷ λίθῳ λευκὴ στάθμη. ἥτις, ἐννοεῖται, οὐδὲν ἀφίνει σημεῖον. Σοφ. Ἀποσπ. 307· οὕτως ἐλλειπτικῶς, ἀτεχνῶς λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλοὺς Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 513F. 2) ὡσαύτως παροιμ., παρὰ στάθμην, πλησίον τοῦ κανόνος, Λατ. ad amussim, εἶμι παρὰ στ. ὀρθὴν ὁδὸν Θέογν. 939, πρβλ. 543· τέκτονος παρὰ στ. ἰόντος Σοφ. Ἀποσπ. 421· (ἀλλὰ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1045, παρὰ στ. φαίνεται ὅτι σημαίνει πλησίον ἢ πέραν τῆς γραμμῆς, πέραν τοῦ μέτρου)· ὡσαύτως, κατὰ στάθμην ἵστασθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 929C· κατὰ στ. νοεῖν, εἰκάζω ὀρθῶς, Θεόκρ. 25. 194· ὡς ἀπὸ στάθμης Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23· στάθμῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11· πρὸς στάθμῃ τίθεσθαι Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 75F· - στάθμα πατρῴα, τὸ μέτρον [τῆς εὐσεβείας, τοῦ σεβασμοῦ] πρὸς τὸν πατέρα του, Πινδ. Π. 6. 45· - περὶ τοῦ ἐν Πινδ. Π. 2. 166, ἴδε ἐν λ. ἕλκω Β. 3. ΙΙ. τὸ σχοινίον τῶν κτιστῶν τὸ ἔχον βάρος τι εἰς τὸ ἄκρον του πρὸς καθορισμὸν τῆς καθέτου, «στάφνη», μολιβαχθὴς Ἀνθ. Π. 6. 103· κατὰ στάθμην φέρεσθαι, καταβαίνω καθέτως, Ἀριστ. π. Ορ. 2. 14, 6. ΙΙΙ. ὡς τὸ γραμμή, ἡ γραμμὴ ἡ περιορίζουσα τὸν ἀγῶνα τοῦ δρόμου, τὸ τέρμα, Λατ. meta, πρὸς στάθμαν δραμεῖν, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, Πινδ. Ν. 6. 13· οὕτω, παρ’ οἵαν ἥκομεν στ. βίου Εὐρ. Ἴων 1514· - ὡσαύτως, τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως, Λατ. arceres, στάθμης ὁρμηθέντες ἀπόσσυτοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 102. IV. μεταφορ., κανών, νόμος, ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Πινδ. Ἀποσπ. 4. 5· Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, κατὰ τοὺς νόμους τῆς Δωρικῆς κυβερνήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 120, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. V. δοράτων στάθμαι, τὰ ὄπισθεν ἄκρα, οἱ οὐρίαχοι, ἄλλως σαυρωτῆρες, Διόδ. 17. 35.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): chalk line; ἐπὶ στάθμην ἶθύνειν, straighten or make true ‘to the line,’ phrase used of various mechanical operations, Od. 5.245, Od. 21.121.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α
1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού το εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ. Ιλ.
β. «τόρνου καὶ στάθμης και γνώμης ἰθύτερον», Θέογν.)
2. νήμα με μικρό αντίβαρο στο ένα άκρο με το οποίο βρίσκεται η κατακόρυφος ή μετρείται το βάθος νερού (α. «νήμα της στάθμης» β. «στάθμην ἰθυτενῆ μολιβαχθέα», Φίλ. Θεσσ.)
νεοελλ.
1. κάθε μέσο με το οποίο ελέγχεται η κατακόρυφη ή η οριζόντια διεύθυνση γραμμής ή επιπέδου
2. το ύψος της ελεύθερης επιφάνειας υγρού σε κατάσταση ηρεμίας («έχει κατέβει η στάθμη της λίμνης»)
3. χωροβάτης, όργανο χωροστάθμησης που αποτελείται, στον απλούστερο τύπο, από αεροστάθμη και διόπτρα
4. μτφ. το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται ένας τομέας δραστηριότητας ή μια κατάσταση (α. «έθνος με υψηλή πολιτιστική στάθμη» β. «η στάθμη της παιδείας είναι χαμηλή»)
5. φρ. α) «στάθμη ενεργείας» — τιμή ενεργείας που χαρακτηρίζει ορισμένη κβαντική κατάσταση ενός ατόμου
β) «στάθμη της θάλασσας» — το ύψος σε κατακόρυφη διεύθυνση, από τον βυθό ώς την επιφάνεια της θάλασσας, το οποίο ποικίλλει ανάλογα με την εποχή, την ώρα, την επίδραση του ανέμου, της παλίρροιας και τών τοπικών ρευμάτων
γ) «στάθμη αναφοράς» — μέση στάθμη της θάλασσας που προσδιορίζεται με παλιρροιογράφους ή παλιρροιόμετρα
αρχ.
1. η ευθεία γραμμή
2. η γραμμή που ορίζει τον τερματισμό σε αγώνα δρόμου
3. το σημείο εκκίνησης
4. έλεγχος, διακρίβωση
5. κανόνας, νόμος
6. το πίσω μέρος του δόρατος, ο σαυρωτήρ
7. παροιμ. «λευκῷ < 'ν> λίθῳ λευκὴ στάθμη» — η εξήγηση είναι ασαφής
8. φρ. α) «λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς» — δεν μπορώ να διακρίνω τους καλούς (Πλάτ.)
β) «εἶμι παρά στάθμην ὀρθὴν ὁδόν» — τηρώ με αυστηρότητα το δίκαιο (Θέογν.)
γ) «κατὰ στάθμην ἵσταμαι» — βρίσκομαι στην ίδια ευθεία, στο ίδιο επίπεδο (Δημόκρ.)
δ) «κατὰ στάθμην νοώ» — συμπεραίνω ορθά (Θεόκρ.)
ε) «πρὸς στάθμη πέτρον τίθεσθαι μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην» — πρέπει να κανονίζεται κάτι ανάλογα με τις περιστάσεις και όχι αντίστροφα (Πλούτ.)
στ) «στάθμα πατρῴα» — το μέτρο του σεβασμού προς τον πατέρα (Πίνδ.)
ζ) «κατὰ στάθμην ῥίπτομαι» κατεβαίνω κάθετα (Αριστοτ.)
η) «στάθμη βίου» — ο τελικός σκοπός της ζωής (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στă του ἵστημι + επίθημα -θμη, θηλ. του -θμος (βλ. και λ. σταθμός). Ο νεοελλ. τ. στάφνη είναι διαλεκτικός (πρβλ. αριθμός: αριφνώ)].
Greek Monotonic
στάθμη: ἡ (στῆναι),
I. σχοινί ή χάρακας, αλφάδι, γνώμονας με τα οποία μετράει και υπολογίζει ο ξυλουργός, σε Όμηρ., Θέογν.· κανονικά, σπάγκος σημειωμένος με κιμωλία, που διέφερε από τον χάρακα (κανών), σε Ξεν. κ.λπ.· παροιμ., παρὰ στάθμην, ακριβώς, δίκαια, κατά κανόνα, Λατ. ad amussim, σε Θέογν.· αλλά σε Αισχύλ., παρὰστάθμην, πέρα από τον κανόνα, πέρα από το μέτρο, άδικα· κατὰστάθμην νοεῖν, υπολογίζω ορθά, σε Θεόκρ.
II. σχοινί χτιστών που έφερε στην άκρη του ένα βαρίδι από μολύβι, για να καθορίζει την καθετότητα, νήμα της στάθμης, νήμα της καθέτου, σε Ανθ.
III. χαραγμένη γραμμή που έθετε το όριο στους αγώνες δρόμου, τέρμα, Λατ. meta, σε Πίνδ., Ευρ.
IV. μεταφ., νόμος, κανόνας, αρχές· Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, δηλ. σύμφωνα με τους νόμους της Δωρικής αρχής, σε Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: directive, carpenter's line, finish-line, -cord, plumbline, rule, norm (O 410).
Compounds: ὑποστάθμη (: ὑπο- στῆναι) f. sediment, lees, foundation (Pl., Hp. a. o.).
Derivatives: 1. σταθμ-άομαι (Ion. -έομαι), -άω, also m. δια-, ἐπι-, ἀντι-, to measure (by the directive), to estimate, to gauge, to weigh (Pi., IA.) with -ημα, -ησις, -ητικός (late). 2. -ίζω, also m. δια-, id. (Aq., Sm.). -- σταθμός m. location, stable, farmstead, night lodgings, travel stage, day's march; pillar, post, jamb; balance, weight, heaviness (Il.); pl. also -μά n. (after τάλαντα, ζυγά), to which sg. -όν weight, balance (IA.), poet. also homestead, farmstead; jamb etc. (trag. a.o.; Egli Heteroklisie 40f.). Compp., a.g. σταθμ-οῦχος m. owner of goods etc. (A. Fr. 226 = 376 M., Antiph., pap. a.o.), ἐπί-σταθμος m. quartermaster (Isoc.), military quartered on another (pap.; Mayser I: 3, 175); ναύ-σταθμον n. (Th.), second. -ος m. (Plb., D.S., Plu.) anchorage, fleet-station, fleet; prop. subst. adj. like βού-σταθμον (cf. on βούτυρον). From this 1. σταθμ-ίον n. balance, weight (hell. a. late); 2. -ικός belonging to weighing (Gal.); 3. -ώδης rich in sediment (Hp.; cf. ὑποστάθμη); 4. -ίζω, also w. δια-, συν- a. o. to weigh with -ισις f. the weighing, -ιστής m. weigher, -ιστί by weight, -ιστικός for weighing (late); 5. -εύω, also w. κατα-, ἐπι-, take up or have quarters etc. with -εία f. (late).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Details on the meaning of στάθμη and σταθμός Jüthner Ἐπιτύμβιον Swoboda 107ff., Havers Glotta 25, 101ff., Holt Glotta 27, 194, Kieckers IF 38, 209f. On στάθμη: σταθμός cf. δέσμη: δεσμός and other word-pairs in Porzig Satzinhalte 283 f.; formation as βα-θμός, Arc. etc. θε-θμός (s. θεσμός), ῥυ-θμός etc. A θ appears also in εὑ-σταθής standing firm, quiet (Ion. hell. a. late since Il.), which has prob. been built on the aor. ἐστάθην (Risch 75). The synonymous and later attested σταθερός (A. Fr. 276 = 479 M. etc.) may have been built after the pattern of ἀ-φαν-ής: φαν-ερός a. o. Cf. Schwyzer 492 n. 12, 513 and Benveniste Origines 193 a. 200f. -- Further s. ἵστημι.
Middle Liddell
στάθμη, ἡ, στῆναι
I. a carpenter's line, Hom., Theogn.; —properly a line rubbed with chalk, distinguished from the rule (κανών) Xen., etc.:—proverb., παρὰ στάθμην by the rule, Lat. ad amussim, Theogn.; but in Aesch., παρὰ στ. beside the line, beyond measure; κατὰ στ. νοεῖν to guess aright, Theocr.
II. the plummet or the plumbline, Anth.
III. the line which bounds the racecourse, the goal, Lat. meta, Pind., Eur.
IV. metaph. a law, rule, Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, i. e. according to laws of Dorian rule, Pind.
Frisk Etymology German
στάθμη: {státhmē}
Grammar: f.
Meaning: ‘Richtschnur, Richtscheit, Zielschnur, -linie, Senkblei, Regel, Norm' (seit O 410);
Composita: ὑποστάθμη (: ὑπο- στῆναι) f. Bodensatz, Hefe, Grundlage (Pl., Hp. u. a.).
Derivative: Davon 1. σταθμάομαι (ion. -έομαι), -άω, auch m. δια-, ἐπι-, ἀντι-, ‘(nach der Richtschnur) abmessen, abschätzen, ermessen, erwägen’ (Pi., ion. att.) mit -ημα, -ησις, -ητικός (sp.). 2. -ίζω, auch m. δια-, ib. (Aq., Sm.). — σταθμός m. ‘Standort, Stall, Gehöft, Nachtquartier, Reiseetappe, Tagesmarsch; Ständer, Pfosten, Türpfosten; Waage, Gewicht, Schwere’ (seit Il.); pl. auch -μά n. (nach τάλαντα, ζυγά), wozu sg. -όν Gewicht, Waage (ion. att.), poet. auch Wohnstätte, Gehöft; Türpfosten (Trag. u.a.; Egli Heteroklisie 40f.). Kompp., z.B. σταθμοῦχος m. Gutbesitzer (A. Fr. 226 = 376 M., Antiph., Pap. u.a.), ἐπίσταθμος m. Quartiermeister (Isok.), ‘militä-rischer Beisasse’ (Pap.; Mayser I: 3, 175); ναύσταθμον n. (Th.), sekund. -ος m. (Plb., D.S., Plu.) ‘Ankerplatz Flotten-Station, Flotte’; eig. subst. Adj. wie βούσταθμον (vgl. zu βούτυρον). Davon 1. σταθμίον n. Waage, Gewicht (hell. u. sp.); 2. -ικός zum Wägen gehörig (Gal.); 3. -ώδης reich an Bodensatz (Hp.; vgl. ὑποστάθμη); 4. -ίζω, auch m. δια-, συν- u. a. wägen mit -ισις f. das Wägen, -ιστής m. Wäger, -ιστί an Gewicht, -ιστικός zum Wiegen (sp.); 5. -εύω, auch m. κατα-, ἐπι-, Quartier nehmen, haben mit -εία f. (sp.).
Etymology: Einzelheiten zur Bed. von στάθμη und σταθμός Jüthner Ἐπιτύμβιον Swoboda 107ff., Havers Glotta 25, 101ff., Holt Glotta 27, 194, Kieckers IF 38, 209f. Zu στάθμη: σταθμός vgl. δέσμη: δεσμός und andere Wortpaare bei Porzig Satzinhalte 283 f.; Bildung wie βαθμός, ark. usw. θεθμός (s. θεσμός), ῥυθμός usw. Ein θ erscheint andererseits auch im εὐσταθής feststehend, ruhig (ion. hell. u. sp. seit Il.), das indessen wahrscheinlich auf dem Aor. ἐστάθην aufgebaut ist (Risch 75). Das synonyme und später belegte σταθερός (A. Fr. 276 = 479 M. usw.) kann dazu nach Muster von ἀφανής: φανερός u. a. gebildet sein. Vgl. Schwyzer 492 A. 12, 513 und Benveniste Origines 193 u. 200f. — Weiteres s. ἵστημι.
Page 2,775
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ στάθμη: σταθμάω -ῶ καί σταθμῶμαι (=μετρῶ), στάθμησις (=ζύγισμα), σταθμητέον, σταθμητικός, σταθμητός, ἀστάθμητος (=ἀβέβαιος), σταθμίζω.