κατοίσεται

Revision as of 08:49, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. καταφέρω,

Greek (Liddell-Scott)

κατοίσεται: ἴδε καταφέρω.

English (Autenrieth)

see καταφέρω.

Greek Monotonic

κατοίσεται: γʹ ενικ. Μέσ. μέλ. του καταφέρω.