κλεπτέλεγχος

Revision as of 09:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A convicting a thief, λίθος κ. a stone that had magic powers for this purpose, Aët.2.32.

German (Pape)

[Seite 1448] den Dieb überführend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτέλεγχος: -ον, ὁ ἐλέγχων τινὰ ὡς κλέπτοντα, ἀποδεικνύων ὡς τοιοῦτον, λίθος κλ., ἔχων μαγικὴν δύναμιν πρὸς τοῦτο, Διοσκ. 5. 161· οὕτω κλ. βρῶμα Ψελλ.

Greek Monolingual

κλεπτέλεγχος, -ον (AM)
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ.κλεπτέλεγχος
είδος θεοκρισίας, κατά την οποία ο δοκιμαζόμενος έτρωγε τον άρτο της Μ. Πέμπτης δίνοντας συγχρόνως κατάρα στον εαυτόν του να τον τιμωρήσει αμέσως ο θεός, εάν είχε πει ψέμματα
2. (κατ' επέκτ.) ο άρτος που έτρωγε ο δοκιμαζόμενος («κλεπτέλεγχον βρῶμα»)
αρχ.
αυτός που αποκαλύπτει κλέφτη («κλεπτέλεγχος λίθος» — λίθος με μαγική δύναμη να αποκαλύπτει κλέφτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + ἔλεγχος.