κοσκινόγυρος

Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A = τηλία, Sch.Ar.Pl.1038.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκῐνόγῡρος: ὁ, = τηλία, δηλ. ἡ περιφέρεια τοῦ κοσκίνου, Γλωσσ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1038.

Greek Monolingual

ο (ΑM κοσκινόγυρος)
η κυκλική ξύλινη πλευρά του κόσκινου
μσν.
ως επίθ. κοσκινόγυρος, -ον
αυτός που έχει περιφέρεια κόσκινου.