κοσκινόγυρος

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόγῡρος Medium diacritics: κοσκινόγυρος Low diacritics: κοσκινόγυρος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΓΥΡΟΣ
Transliteration A: koskinógyros Transliteration B: koskinogyros Transliteration C: koskinogyros Beta Code: koskino/guros

English (LSJ)

ὁ, = τηλία, Sch.Ar.Pl.1038.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκῐνόγῡρος: ὁ, = τηλία, δηλ. ἡ περιφέρεια τοῦ κοσκίνου, Γλωσσ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1038.

Greek Monolingual

ο (ΑM κοσκινόγυρος)
η κυκλική ξύλινη πλευρά του κόσκινου
μσν.
ως επίθ. κοσκινόγυρος, -ον
αυτός που έχει περιφέρεια κόσκινου.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, = τηλία, Schol. Ar. Plut. 1038.