[ᾰρ], ον, A = κατάρατος with intens. prefix λᾱ-, Phot. (λακκ- cod.).
λᾱκᾰτάρᾱτος: -ον, = κατάρατος μετὰ προθετικοῦ λα-, Φώτ.
λακατάρατος, -ον (Α)πάρα πολύ μισητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + κατάρατος.