λεπτόπυγος

Revision as of 10:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with a thin πυγή, Sch.Ar.Eq.1365.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünnem, magerm Hintern.

Greek Monolingual

λεπτόπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτή πυγή αδύνατα οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -πυγος (< πυγή «οπίσθια») πρβλ. λευκό-πυγος, ροδό-πυγος].