μεγαλόπτωχος

Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A magnificently poor, Διογένης τοὺς μεγάλα καὶ ἀθρόα λαμβάνοντας μεγαλοπτώχους ἐκάλει Stob.3.10.62.

German (Pape)

[Seite 107] ein großer Armer, sehr arm, Stob.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπτωχος: ὁ, ὁ λίαν πτωχός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ.

Greek Monolingual

μεγαλόπτωχος, ὁ (Α)
φτωχός που φέρεται με μεγαλειώδη τρόπο.