μηλόμελι

Revision as of 12:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ιτος, τό,    A honey flavoured with quince, Dsc.5.21, Colum.12.47, Artem. 1.60.

German (Pape)

[Seite 173] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc., sonst κυδωνόμελι.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόμελι: -ιτος, τό, μέλι παρεσκευασμένον διὰ κυδωνίων, Διοσκ. 5. 39.

Greek Monolingual

μηλόμελι, -ιτος, το (Α)
μέλι που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μέλι (πρβλ. κυδωνό-μελι, υδρό-μελι)].