μοριασμός

Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A dividing into fractional parts, Ptol.Alm.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

μοριασμός: ὁ, ἡ εἰς μόρια (κλάσματα) διαίρεσις ἀκεραίου ἀριθμοῦ, Πτολεμ. Μαθημ. 1, 9, σ. 26C.

Greek Monolingual

μοριασμός, ὁ (Α)
διαίρεση ακέραιου αριθμού σε τμήματα, σε κλάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου μοριάζω].