μυλωρός

Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A = μυλωθρός, Poll.7.19, Aesop.174b, Theognost.Can. 72.

German (Pape)

[Seite 217] Mühlenhüter, -wächter, Poll. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλωρός: -όν, (οὖρος) ὁ προεστηκὼς τῆς ἐργασίας τοῦ μύλου, Πολυδ. Ζ΄, 19, Walz Ρήτ. 1. 266.

Greek Monolingual

μυλωρός, ὁ (ΑΜ)
ο επιμελητής, ο προϊστάμενος της εργασίας του μύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -ωρός, πιθ. κατά το πυλ-ωρός].