μυλωρός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλωρός Medium diacritics: μυλωρός Low diacritics: μυλωρός Capitals: ΜΥΛΩΡΟΣ
Transliteration A: mylōrós Transliteration B: mylōros Transliteration C: myloros Beta Code: mulwro/s

English (LSJ)

ὁ, = μυλωθρός, Poll.7.19, Aesop.174b, Theognost.Can. 72.

German (Pape)

[Seite 217] Mühlenhüter, -wächter, Poll. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλωρός: -όν, (οὖρος) ὁ προεστηκὼς τῆς ἐργασίας τοῦ μύλου, Πολυδ. Ζ΄, 19, Walz Ρήτ. 1. 266.

Greek Monolingual

μυλωρός, ὁ (ΑΜ)
ο επιμελητής, ο προϊστάμενος της εργασίας του μύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -ωρός, πιθ. κατά το πυλ-ωρός].