ἡ, A living at one's own expense, Poll.6.36.
οἰκοσῑτία: ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, Πολυδ. Ϛ΄, 36.
οἰκοσιτία, ἡ (Α) οικόσιτοςτο να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.