παραλουργός
English (LSJ)
όν, A = παραλουργής 1, χιτώνιον Plu.2.583e.
German (Pape)
[Seite 488] = παραλουργής, ἱμάτιον, Plut. de gen. Socr. 14.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰλουργός: -όν, = παραλουργής Ι, Πλούτ. 2. 583Ε.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
bordé d’une bande de pourpre.
Étymologie: παρά, ἁλουργής.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. παραλουργής.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰλουργός: окаймленный пурпуром (ἱμάτιον Plut.).