παραλουργής
English (LSJ)
Ion. παραλοργής Michel832 (Samos, iv B.C.), ές,
A edged with purple, προσκεφάλαια Clearch.25; ἱμάτιον λευκὸν π. IG22.1514.27.
II of persons, wearing a garment with purple border (i.e. less distinguished than those who wore garments of purple), Hsch.
German (Pape)
[Seite 488] ές, an beiden Seiten mit einem Saum od. Vorstoß von ächtem Purpur, Clearch. bei Ath. VI, 235 e; vgl. Poll. 7, 53, der erkl. τὸ ἑκατέρωθεν παρυφασμένην ἔχον πορφύραν; u. Inscr. 155.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰλουργής: -ές, «παραλουργές, τὸ ἑκατέρωθεν παρυφασμένην ἔχον πορφύραν» (Πολυδ. Ζ΄, 53), - ἐπὶ προσώπων, ἴδε ἐν λέξει φοινικιστής.
Greek Monolingual
ιων. τ. παραλοργής, -ές, και παραλουργός, -όν, Α
1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή
2. (για πρόσ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φορά ένδυμα με πορφυρή παρυφή και ο οποίος ήταν πιο επιφανής από εκείνον που φορούσε ολοπόρφυρο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἁλουργής / ἁλουργός «πορφυρός»].