πατερία

Revision as of 15:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A office of πατὴρ πόλεως, Cod.Just. 10.56(55).1.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
το αξίωμα ή η υπηρεσία του πατρός πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πατέρα του πατήρ + κατάλ. -ία].