περιθήκη
English (LSJ)
ἡ, A galericulum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 577] ἡ, was man herumstellt (?).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἡ, Α περιτίθημι
περικάλυμμα.
ἡ, A galericulum, Gloss.
[Seite 577] ἡ, was man herumstellt (?).
ἡ, Α περιτίθημι
περικάλυμμα.